Η απροθυμία των ανδρών να λάβουν μέτρα προστασίας στον ήλιο και η αδιαφορία τους για τις προειδοποιήσεις δημόσιας υγείας φαίνεται όπως έχουν δραματικές επιπτώσεις στα ποσοστά θνησιμότητάς τους
Άσχημα τα νέα για τους άνδρες στα ανεπτυγμένα κράτη, αφού οι θάνατοι από καρκίνο του δέρματος όχι μόνο δεν έχουν περιοριστεί με τη πάροδο των ετών, όπως ισχύει σε αρκετές χώρες για τις γυναίκες, αλλά έχουν διπλασιαστεί σε ορισμένες περιπτώσεις!
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύει ο Guardian, οι θάνατοι που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τύπο καρκίνου έχουν εκτοξευθεί στα ύψη στον ανδρικό πληθυσμό των ανεπτυγμένων κρατών, συγκριτικά με το 1985. Αντίθετα, τα γυναικεία ποσοστά θανάτων σε πολλές από τις ίδιες χώρες έχει μειωθεί αισθητά επισήμαναν επιστήμονες παρουσιάζοντας τα ευρήματα της έρευνάς τους σε συνέδριο στην Γλασκώβη.
Οι λόγοι για αυτή τη διαφορά ανάμεσα στα φύλα δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Ωστόσο, οι ερευνητές πιστεύουν ότι μπορεί να οφείλεται στην απροθυμία πολλών ανδρών να λάβουν μέτρα προστασίας όταν εκτίθεται στον ήλιο, ή στην αδιαφορία τους απέναντι στις προειδοποιήσεις των φορέων δημόσιας υγείας.
Πάνω από το 90% των καρκίνων του μελανώματος προκαλούνται από την καταστροφή των κυττάρων του δέρματος εξαιτίας της έκθεσης στον ήλιο ή σε άλλες πηγές υπεριώδους ακτινοβολίας (UV) όπως τα σολάριουμ, σύμφωνα με το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).
Σε οκτώ από τις 18 χώρες που βρέθηκαν στο μικροσκόπιο των ερευνητών, τα ποσοστά θανάτων από καρκίνο του δέρματος στους άνδρες αυξήθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια τουλάχιστον κατά 50%. Σε δύο έθνη – την Ιρλανδία και την Κροατία – σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Δραματική αύξηση έχει σημειωθεί επίσης στην Ισπανία και τη Βρετανία (70%), την Ολλανδία (60%), τη Γαλλία και το Βέλγιο (50%).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, η ανδρική θνησιμότητα από μελάνωμα αυξήθηκε κατά περίπου 25%, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του CDC.
Το παράδοξο είναι ότι τα έθνη με τη μεγαλύτερη αύξηση των θανάτων από καρκίνο του δέρματος, συχνά δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα με τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας.
Στην Αυστραλία, για παράδειγμα, σχεδόν έξι στους 100.000 άνδρες υπέκυψαν στην ασθένεια το μεταξύ 2013 και 2015. Πρόκειται για μια αναλογία διπλάσια από το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας (Φινλανδία), αλλά μεγαλύτερη μόνο κατά 10% σε σχέση με 30 χρόνια νωρίτερα.
«Η Αυστραλία υπήρξε από τις πρώτες χώρες που υιοθέτησαν εκστρατείες μαζικής ενημέρωσης από τη δεκαετία του ’70, οι οποίες προωθούσαν τη συμπεριφορά της «έξυπνης» έκθεσης στον ήλιο» δήλωσε η Ντόροθι Γιάνγκ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας πριν παρουσιάσει τα δεδομένα της στο συνέδριο του Εθνικού Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο του 2018 στη Γλασκώβη την περασμένη Κυριακή.
Αν και διερευνάται ακόμα κατά πόσον τα ποσοστά ρεκόρ του καρκίνου του δέρματος στην Αυστραλία πηγάζουν από την λέπτυνση της στιβάδας του όζοντος που φιλτράρει την υπεριώδη ακτινοβολία στη στρατόσφαιρα, μια τριακονταετία εκστρατειών δημόσιας υγείας έχουν αναμφισβήτητα αυξήσει την επίγνωση του κινδύνου στους αυστραλούς.
Η λεγόμενη «τρύπα του όζοντος» ήταν ιδιαίτερα μεγάλη πάνω από την Αυστραλία όταν ξεκίνησαν οι πρώτες εκστρατείες. Τα ποσοστά θανάτων από καρκίνο του δέρματος μεταξύ των γυναικών το 1985 στην Αυστραλία ήταν περίπου τα μισά από εκείνα στους άνδρες και μειώθηκαν κατά 10% τα επόμενα 30 χρόνια, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Άλλες χώρες όπου η θνησιμότητα των γυναικών από τη νόσο μειώθηκαν μέσα στο ίδιο διάστημα είναι η Αυστρία (9%), η Τσεχική Δημοκρατία (16%) και το Ισραήλ (23%). Σε πολλά άλλα έθνη – τη Ρουμανία, τη Σουηδία και τη Βρετανία – σημειώθηκαν ελαφρές αυξήσεις.
Υπάρχουν πάντως και ορισμένες άλλες χώρες, όπου η ηλιοθεραπεία είναι εξαιρετικά αγαπητή, στις οποίες τα ποσοστά γυναικείων θανάτων αυξήθηκαν το ίδιο δραματικά όπως και τα ανδρικά το διάστημα 1985-2015. Αυτές οι τρεις χώρες είναι η Ολλανδία (58%), η Ιρλανδία (49%), το Βέλγιο (67%) και η Ισπανία (74%).
Η Ιαπωνία έχει μακράν τη χαμηλότερη θνησιμότητα από μελάνωμα, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, με 0,24 και 0,18 θανατους ανά 100.000 πολίτες, αντίστοιχα.
Οι επιστήμονες διερευνούν κατά πόσο οι βιολογικοί ή γενετικοί παράγοντες διαδραματίζουν επίσης κάποιο ρόλο στον καρκίνο του δέρματος, αλλά μέχρι στιγμής τα συμπεράσματα είναι ασαφή, επισημαίνει η ερευνητική ομάδα.